απροαιρετος

απροαιρετος
    ἀπροαίρετος
    ἀ-προαίρετος
    2
    непреднамеренный Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "απροαιρετος" в других словарях:

  • ἀπροαίρετος — without set purpose masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροαίρετος — η, ο (AM ἀπροαίρετος, ον) ακούσιος, αθέλητος αρχ. αυτός που δεν έχει τη δύναμη να επιλέξει το σωστό …   Dictionary of Greek

  • ἀπροαιρέτως — ἀπροαίρετος without set purpose adverbial ἀπροαίρετος without set purpose masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροαίρετον — ἀπροαίρετος without set purpose masc/fem acc sg ἀπροαίρετος without set purpose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροαιρέτοις — ἀπροαίρετος without set purpose masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροαιρέτου — ἀπροαίρετος without set purpose masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροαιρέτους — ἀπροαίρετος without set purpose masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροαιρέτων — ἀπροαίρετος without set purpose masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροαιρέτῳ — ἀπροαίρετος without set purpose masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροαίρετα — ἀπροαίρετος without set purpose neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροαίρετοι — ἀπροαίρετος without set purpose masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»